Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το άδικο

  • 1 неправота

    θ.
    το-άδικο• πλάνη, σφάλμα, λάθος•

    доказать чью -у αποδείχνω το άδικο κάποιου•

    сознаться в своей -έ παραδέχομαι ότι έχω άδικο•

    раскаяться в своей - μετανιώνω για το σφάλμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > неправота

  • 2 неправый

    неправый άδικος* вы \неправыйы έχετε άδικο
    * * *

    вы непра́вы — έχετε άδικο

    Русско-греческий словарь > неправый

  • 3 несправедливость

    несправедливость ж η αδικία, το άδικο
    * * *
    ж
    η αδικία, το άδικο

    Русско-греческий словарь > несправедливость

  • 4 неправота

    неправот||а
    ж τό ἀδικο[ν], τό σφάλμα, τό λαθος:
    сознаться в своей \неправотае́ ἀναγνωρίζω ὀτι ἔχω ἄδικο.

    Русско-новогреческий словарь > неправота

  • 5 неправый

    επ., βρ: -прав, -а, -о
    άδικος, που δεν έχει δίκαιο•

    он -ав αυτός δεν έχει δίκαιο ή αυτός έχει άδικο.

    || παλ. άδικος, που δεν απονέμει το δίκαιο•

    неправый суд άδικο δικαστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > неправый

  • 6 думать

    дума||ть
    несов
    1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):
    не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·
    2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:
    \думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·
    3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:
    я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·
    4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:
    \думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:
    мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...

    Русско-новогреческий словарь > думать

  • 7 неправый

    неправ||ый
    прил ἄδικος, ἐσφαλμένος; вы \неправыйы ἐχετε ἄδικο.

    Русско-новогреческий словарь > неправый

  • 8 несправедливость

    несправедливость
    ж ἡ ἀδικία, τό ἄδικο.

    Русско-новогреческий словарь > несправедливость

  • 9 утверждать

    утвержда||ть
    несов
    1. (санкционировать) ἐγκρίνω, ἐπικυρώνω:
    \утверждать в должности ἐγκρίνω τόν διορισμό· \утверждать проект (план) ἐγκρίνω τό σχέδιο· \утверждать договор ἐπικυρώνω συμβόλαιο·
    2. (устанавливать) ἐδραιώνω, καθιερώνω, ἐγκαθιστώ:
    \утверждать свое господство ἐδραιώνω τήν κυριαρχία μου·
    3. (уверять β чем-л.) ἰσχυρίζομαι, ὑποστηρίζω:
    я \утверждатью, что он неправ ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι ἔχει ἀδικο· это \утверждатьет меня в мысли, что... αὐτό μοῦ ἐνισχύει τήν γνώμη ὅτι...

    Русско-новогреческий словарь > утверждать

  • 10 шемякин

    -а α: шемякин суд άδικο (μεροληπτικό) δικαστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > шемякин

См. также в других словарях:

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • -άδικο — κατάλ. ουσιαστικών που δηλώνουν επαγγελματικό χώρο, κατάστημα, π.χ. γαλατ άδικο, βενζιν άδικο, τσαγγαρ άδικο, μαρμαρ άδικο κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής καταλήξεως ικο από την κατάλ. τού πληθ. άδες (Ι) τών ουσ. σε ας, π.χ. γαλατάς γαλατάδες,… …   Dictionary of Greek

  • κοιλαράς, -ού, -άδικο — αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά: Δε μου αρέσουν οι κοιλαράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνακλάς, -ού, -άδικο — αυτός που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωναράς, -ού, -άδικο — φωνακλάς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντρομπαλάς, -ού, -άδικο — ο πάρα πολύ χοντρός στο σώμα, ο σωματώδης: Μας ήρθε με τη γυναίκα του τη χοντρομπαλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυλογάς, -ού — άδικο και ούδικο αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος: Είναι ένας φοβερός πολυλογάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • σαβουράδικο — το, Ν ερματοφόρο πλοίο, πλοίο που μεταφέρει σαβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβούρα + κατάλ. άδικο (πρβλ. γκαζ άδικο, ψαρ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»